- τελάρχης
- και τελεάρχης, ὁ, Αδιοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελάρχης — commander of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελάρχην — τελάρχης commander of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεάρχης — ὁ, Α βλ. τελάρχης … Dictionary of Greek